εικονογραφώ

εικονογραφώ
illustrer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • εικονογραφώ — εικονογραφώ, εικονογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εικονογραφώ — (AM εἰκονογραφῶ, έω) 1. περιγράφω παραστατικά 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εικονογραφημένος, η, ο (για έντυπο ή κείμενο) αυτός που έχει διακοσμηθεί, συμπληρωθεί ή αποδοθεί με εικόνες. νεοελλ. 1. στολίζω έντυπο, ναό ή κτήριο, με εικόνες αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφώ — εικονογράφησα, εικονογραφήθηκα, εικονογραφημένος, μτβ. και αμτβ. 1. γράφω εικόνες, ζωγραφίζω. 2. διακοσμώ με εικόνες, έντυπο ή κτίριο, προσωπογραφώ (κάνω πορτρέτα), τοιχογραφώ: Εικονογραφήθηκε το βιβλίο από τον τάδε ζωγράφο. 3. μτφ., περιγράφω… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικονογραφημένος — η, ο βλ. εικονογραφώ …   Dictionary of Greek

  • ζωγραφίζω — και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, έω) 1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα 2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο») νεοελλ. 1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική 2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με …   Dictionary of Greek

  • ιστοριζογράφω — ἱστοριζογράφω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστορίζω + γράφω] …   Dictionary of Greek

  • ιστορογραφίζω — ἱστορογραφίζω (Μ) ζωγραφίζω, εικονογραφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού ἱστορογραφῶ κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • πορτραίτο — Bλ. λ. προσωπογραφία. * * * και πορτρέτο, το, Ν προσωπογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. portrait < portraire «εικονογραφώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσεικονογραφώ — έω, Μ [εἰκονογραφῶ] περιγράφω με εικόνες επί πλέον …   Dictionary of Greek

  • εικονογραφημένος — η, ο μτχ. παθ. πρκ. του εικονογραφώ (βλ. λ.), στολισμένος με εικονογραφίες: Εικονογραφημένο περιοδικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιστορώ — ιστόρησα, ιστορήθηκα, ιστορημένος 1. αφηγούμαι. 2. εικονογραφώ: Ιστορημένα χειρόγραφα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”